καμπάνισμα

καμπάνισμα
το [καμπανίζω]
1. η κρούση τής καμπάνας
2. συνεκδ. ο ήχος τής καμπάνας, η καμπανιά, το κουδούνισμα
3. μτφ. δυσάρεστος υπαινιγμός, έμμεση νύξη, καμπανιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καμπανιά — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • κλαμπάνισμα — το [κλαμπανίζω] το χτύπημα τής καμπάνας, κωδωνοκρουσία, καμπάνισμα …   Dictionary of Greek

  • КАМПАН — [церковнослав. ], название колокола в слав. богослужебных книгах. Происходит от средневек. лат. названия этого инструмента campana или campanum. В античный период этим словом называлась любая бронзовая утварь, производившаяся в италийской обл.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”